ξεγυμνώνω

ξεγυμνώνω
(Μ ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω)
1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον
2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες»)
3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη
νεοελλ.
1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή τα ελαττώματα κάποιου, ξεσκεπάζω τελείως
2. φρ. «σπαθί ξεγυμνωμένο»
(για πρόσ.) άνθρωπος με κοφτερό μυαλό και πολύ δραστήριος
μσν.
1. (σχετικά με πτηνό) μαδώ τα φτερά, ξεπουπουλίζω
2. (το μέσ.) ξεγυμνώνομαι
μτφ. αποστερούμαι, χάνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεγυμνωμένος, -η, -ον
α) γυμνός
β) μισόγυμνος
γ) φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-γυμνώνω (αόρ. ἐξ-εγύμνωσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεγυμνώνω — ξεγυμνώνω, ξεγύμνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεγυμνώνω — ξεγύμνωσα, ξεγυμνώθηκα, ξεγυμνωμένος 1. απογυμνώνω, γδύνω κάποιον: Πύρινες λόγχες σπαθίζουν τ άπειρο ξεγυμνωμένες (Δάφνης). 2. μτφ., ληστεύω: Μας ξεγύμνωσαν οι λωποδύτες. 3. μτφ., αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω τις κακές πράξεις κάποιου: Τον ξεγύμνωσαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • συναπαμφιάζω — Μ ξεγυμνώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαμφιάζω «βγάζω τα ενδύματα, ξεγυμνώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανίημι — ἀνίημι (Α) 1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος) 2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη 3. (για γυναίκα) γεννώ 4. κάνω ν ανέβει στην επιφάνεια (από τον… …   Dictionary of Greek

  • απαμφιέννυμι — ἀπαμφιέννυμι (Α) 1. γδύνω, ξεγυμνώνω 2. αφαιρώ, γκρεμίζω …   Dictionary of Greek

  • απογυμνώνω — (AM ἀπογυμνῶ, όω) 1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς 2. αφοπλίζω 3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύω νεοελλ. λεηλατώ αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω 2. εξηγώ 3. ( ούμαι) γίνομαι ορατός, φανερώνομαι …   Dictionary of Greek

  • αποδύω — ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι) (αρχ. νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες αρχ. Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω II. (μέσ., ομαι) 1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω …   Dictionary of Greek

  • εκβολβίζω — ἐκβολβίζω (Α) ξεφλουδίζω σαν βολβό, ξεγυμνώνω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • εκγυμνώνω — (AM ἐκγυμνῶ, όω) ξεγυμνώνω, αποκαλύπτω νεοελλ. αφαιρώ από κάποιον, απογυμνώνω αρχ. παθ. αφανίζομαι, ξοδεύομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”