ξεγυμνώνω — ξεγυμνώνω, ξεγύμνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεγυμνώνω — ξεγύμνωσα, ξεγυμνώθηκα, ξεγυμνωμένος 1. απογυμνώνω, γδύνω κάποιον: Πύρινες λόγχες σπαθίζουν τ άπειρο ξεγυμνωμένες (Δάφνης). 2. μτφ., ληστεύω: Μας ξεγύμνωσαν οι λωποδύτες. 3. μτφ., αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω τις κακές πράξεις κάποιου: Τον ξεγύμνωσαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
συναπαμφιάζω — Μ ξεγυμνώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαμφιάζω «βγάζω τα ενδύματα, ξεγυμνώνω»] … Dictionary of Greek
ανίημι — ἀνίημι (Α) 1. στέλνω προς τα πάνω («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, Ὅμηρος, «ἀφρὸν ἀνίημι», βγάζω αφρό Αισχύλος) 2. αναδίδω, βγάζω, κάνω να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη 3. (για γυναίκα) γεννώ 4. κάνω ν ανέβει στην επιφάνεια (από τον… … Dictionary of Greek
απαμφιέννυμι — ἀπαμφιέννυμι (Α) 1. γδύνω, ξεγυμνώνω 2. αφαιρώ, γκρεμίζω … Dictionary of Greek
απογυμνώνω — (AM ἀπογυμνῶ, όω) 1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς 2. αφοπλίζω 3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύω νεοελλ. λεηλατώ αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω 2. εξηγώ 3. ( ούμαι) γίνομαι ορατός, φανερώνομαι … Dictionary of Greek
αποδύω — ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι) (αρχ. νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες αρχ. Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω II. (μέσ., ομαι) 1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω … Dictionary of Greek
εκβολβίζω — ἐκβολβίζω (Α) ξεφλουδίζω σαν βολβό, ξεγυμνώνω κάποιον … Dictionary of Greek
εκγυμνώνω — (AM ἐκγυμνῶ, όω) ξεγυμνώνω, αποκαλύπτω νεοελλ. αφαιρώ από κάποιον, απογυμνώνω αρχ. παθ. αφανίζομαι, ξοδεύομαι … Dictionary of Greek